Από μικρή με έλκυε η Φύση και είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τα ζώα. Πάντα τα πλησίαζα (ακόμη και τότε που κουτσοπερπατούσα) και τα χάιδευα. Μεγάλωσα με το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι και τη Λόρα να τρέχει στους αγρούς. Μέχρι και στις εκθέσεις του Δημοτικού περιέγραφα το όνειρό μου να αποκτήσω μια φάρμα στην εξοχή και να τη γεμίσω ζώα. Πού πήγε αυτό το όνειρο? Εκεί που είναι και τα υπόλοιπα όνειρα των σημερινών ανθρώπων, κλειδωμένα σε ένα μπαούλο με επιγραφή «Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια».
Αλήθεια, πώς πήραμε έτσι την κάτω βόλτα? Πώς βάλαμε τη ζωή μας όλη σε τσιμεντένια κλουβιά με μοναδική χαραμάδα φωτός ένα μικροκαμωμένο μπαλκονάκι? Και, κυρίως, πού θα χωρέσουν τα ζώα των ονείρων μου σε τόσα λίγα τετραγωνικά?
Έχω ακούσει πολλές απόψεις, κυρίως από κάποιους απαθείς αοριστολόγους δήθεν φιλοσοφημένους, ότι τα ζώα σκλαβώνονται στα σπίτια και είναι στη φύση τους να είναι ελεύθερα και να βρίσκουν μόνα τους την τροφη τους και να ζευγαρώνουν όποτε τους προστάξει η μαμά Φύση. Ναί, χρυσέ μου άνθρωπε, συμφωνώ ότι η μαμά Φύση είναι σοφή, αλλά έλα που κράτησε όλη τη σοφία για τον εαυτό της και δε άφησε ούτε μια στάλα στο ανθρώπινο είδος! Γιατί, αν ήταν έτσι όλα ρόδινα και «φυσικά», οι άνθρωποι δε θα γέμιζαν τον πλανήτη με τσιμέντα, μόλυνση και ένα κάρο «αρρωστημένες» συμπεριφορές (βλ. Πειράματα, γούνες, κυνήγι για χόμπυ, φόλες). Αυτό πια δε λέγεται μαμά Φύση, αλλά μακέτα με τίτλο «πώς θα καταστραφεί ο πλανήτης πιο γρήγορα»!
Όχι, καλοί μου αμπελοφιλόσοφοι. Δεν τα λέτε καλά! Όταν έχουμε καταστρέψει με τα έργα αλλά και με τη νοοτροπία μας κάθε τι όμορφο και φυσικό, δε μπορούμε να αφήσουμε τα ζώα στη τύχη τους να επιβιώσουν σε ένα κόσμο που θέλουμε εμείς να ορίζουμε τους κανόνες. Πού θα βρούν τα έρμα τα ζωντανά τροφή όταν τα έχουμε καταστρέψει όλα? Σε τί κόσμο θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους! Είναι πολυ οδυνηρό για μια μάνα (σε όποιο είδος κι αν ανήκει) να βλέπει τα παιδιά της να πεθαίνουν αβοήθητα στην άσφαλτο, από φόλα με τρομερούς πόνους, ή άρρωστα και πεινασμένα.
Σπάνια βλέπω αδέσποτο σκύλο χαρούμενο. Ακόμη και στο σύνταγμα που είναι αρκετοί όπου τους φροντίζουν εθελοντές από σωματεία, έχουν μια μελαγχολία στο βλέμμα η οποία μετριάζεται αμέσως όταν τους χαιδέψεις ή τους μιλήσεις γλυκά. Καλώς ή κακώς είναι βαθειά συνδεδεμένα με την ανθρώπινη παρουσία. Πολλοί λένε ότι πριν πολλούς αιώνες ο άνθρωπος κατάφερε και ημέρεψε το σκύλο. Προσωπικά διαφωνώ. Πιστεύω ότι ο σκύλος άφησε τον άνθρωπο να τον πλησιάσει. Τι μεγάλη τιμή, αλήθεια!
Με τις γάτες είναι αλλιώς τα πράγματα. Λόγω μεγέθους και δεινών ακροβατικών ικανοτήτων έχουν προσαρμοστεί και επιβιώνουν πιο εύκολα στον αφιλόξενο αστικό χώρο. Και πάλι οι «φίλοι» μας τσιμεντοφιλόσοφοι έχουν μαύρα μεσάνυχτα. Δεν τις συμπαθούν. Ακόμη κι εκείνοι που είναι θετικοί απέναντι στους σκύλους, βλέπουν τις γάτες με άλλο μάτι. Ίσως, κάποτε άνηκα κι εγώ σε αυτή την κατηγορία. Μα, δε χρειάστηκε πάνω από μισή ώρα ατελείωτου χουρχουρητού για να με ξελογιάσουν! Ο όρος «ξελόγιασμα» είναι αυτο ακριβώς που νιώθουν οι cat lovers. Γιατί δεν είναι μόνο η απόλυτη ηρεμία που εκπέμπει μια γάτα καθίμενη στον καναπέ (γιατί εκεί θα κάθεται, να είστε σίγουροι), το απόλυτο μασάζ που κάνει ταυτόχρονα με το ατελείωτο χουρχουρητό (αυτή τη στιγμή οι cat lovers με καταλαβαίνουν), αλλα και αυτό το φιλοσοφημένο, διεισδυτικό βλέμμα τους. Κάποιοι θα το χαρακτήριζαν ψυχρό. Μαύρα μεσάνυχτα έχουν! Μαύρα κι άραχνα κι εκεί θα μείνουν όσο φοβούνται τη γάτα. Γιατί σε αυτό το συμπέρασμα έχω καταλήξει. Αυτοί που δε συμπαθούν τις γάτες, απλά τις φοβούνται. Κάποιοι από συνήθεια, γιατί έτσι έμαθαν από μικροί, και κάποιοι από ανικανότητα να μπούν στο μαγικό τους κόσμο. Αλλά σας το υπογράφω, καλοί μου φιλόσοφοι, ότι μόλις μπεί κάποιος, δύσκολα ξαναβγαίνει... Για να τους βρείτε κάντε κλικ στους παρακάτω συνδέσμους
Φωτογραφικό υλικό Μαρια Καππατου
Φωτογραφικό υλικό Μαρια Καππατου