Ένα αόρατο ράγισμα διέσχισε τη μέρα – σαν να άνοιξε για λίγο το στόμα του Θεού και μετά το ξέχασε ανοιχτό. Ήταν η ώρα που έμαθα πως η Αλίκη πέθανε. Όχι η ηθοποιός, ούτε η παιδική φίλη, ούτε κάποια ξαδέλφη χαμένη στην Αθήνα. Η Αλίκη. Το κορίτσι που έμαθε στους καθρέφτες να φοβούνται, που μπήκε στην καρδιά του παραμυθιού και βγήκε χωρίς ίχνος σκόνης.
Ποιο ρολόι δείχνει το τέλος του θαύματος; Πότε τελειώνει η εποχή των μαγικών πραγμάτων; Πότε οι λέξεις μετατρέπονται σε απλές γραμματικές λειτουργίες και τα σύννεφα σταματούν να μοιάζουν με άλογα;
Ίσως τη στιγμή που κάποιος σαν την Αλίκη —με το βλέμμα που κόβει τον κόσμο στα δύο: στο «πριν το δω» και στο «μετά»— σταματά να αναπνέει.
Θυμάμαι την Αλίκη σε μια αυλή, ένα μεσημέρι αδύνατο. Ο ήλιος ψηνόταν μόνος του στο τσιμέντο. Εκείνη, με ένα κομμάτι γυαλί στο χέρι, προσπαθούσε να φτιάξει ουράνιο τόξο πάνω στο μπράτσο της. «Αν σπάσεις σωστά το φως, μπορείς να δεις τον Παράδεισο», μου είπε.
Και το πίστεψα.
Όχι επειδή ήμουν παιδί. Αλλά επειδή εκείνη το πίστευε τόσο βαθιά, που το Σύμπαν αναγκάστηκε να κάνει προσωρινή εξαίρεση και να της το δείξει.
Πέθανε, λένε.
Μα πώς πεθαίνει ένας άνθρωπος που έκανε το καθημερινό να τρέμει από ποίηση; Πώς πεθαίνει ένας νους που αντί να μετρά τα βήματα, μέτραγε τους αναστεναγμούς των άστρων;
Και, κυρίως: πώς συνεχίζεται ο κόσμος χωρίς αυτή τη ρωγμή παραμυθιού που άφηνε όπου περνούσε;
Ίσως δεν πέθανε.
Ίσως απλώς ο κόσμος έπαψε να την αντέχει. Ίσως, σαν τον Ορφέα, έστρεψε το βλέμμα της πίσω για μια στιγμή και όλη η πραγματικότητα την κατάπιε.
Ίσως τα θαύματα δεν σταματούν όταν φεύγει ο τελευταίος μάγος. Αλλά όταν οι μαθητευόμενοι πάψουν να πιστεύουν πως μπορούν να τον ξεπεράσουν.
Και τώρα που πέθανε η Αλίκη, ποιος θα πει στα παιδιά ότι η πόρτα στην κουζίνα οδηγεί στη Χώρα των Θαυμάτων αν την ανοίξεις με το σωστό τραγούδι;
Ποιος θα διδάξει στους μελλοθάνατους πώς να δραπετεύουν από τα σώματά τους με μια ανάσα που μοιάζει με ποίημα;
Υπάρχουν θαύματα εφόσον πέθανε η Αλίκη;
Υπάρχει Άνοιξη χωρίς το άρωμα της πρώτης τυχαίας μανόλιας;
Υπάρχει μουσική όταν κανείς δεν χορεύει με μάτια κλειστά;
Ίσως η μόνη απάντηση είναι ερώτηση:
Εσύ, σήμερα —κοίταξες τον ήλιο κατάματα και του χαμογέλασες χωρίς λόγο;
Αν ναι, τότε ναι — ακόμα υπάρχουν θαύματα.
Και η Αλίκη ζει.
Στην κόχη του βλέμματος που ακόμα τολμά να πιστέψει.